μειδιάσω

μειδιάσω
μειδιά̱σω , μειδιάω
smile
aor subj act 1st sg (attic doric)
μειδιά̱σω , μειδιάω
smile
fut ind act 1st sg (attic doric)
μειδιά̱σω , μειδιάω
smile
aor ind mid 2nd sg (attic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρυθμίζω — ῥυθμίζω ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. προσδίδω σε κάτι ρυθμό, συμμετρία ή κανονικότητα ή και ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να κινείται ή να λειτουργεί κάτι με ρυθμό (α. «ρυθμίζω την ταχύτητα τών μηχανών» β. «περιόδους ῥυθμίζειν», Πλούτ.) 2. (κατ επέκτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”